- φιλτροποιόν
- φιλτροποιόςpreparing love-charmsmasc/fem acc sgφιλτροποιόςpreparing love-charmsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλτροποιός — όν, Α 1. αυτός που παρασκευάζει φίλτρα («ὁ ἐραστὴς τὸν φιλτροποιὸν ἱκέτευε πάλιν κατ ἐκείνης ἀνακινήσαι τὰς ἴυγγας», Αρισταίν.) 2. αυτός που επενεργεί ως φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποιός*] … Dictionary of Greek